- διπλιάζω
- [διπλός]1. διπλασιάζω2. διπλασιάζομαι, γίνομαι διπλάσιος, διπλός3. κάνω ζάρες, τσακίσεις4. διπλώνομαι, ζαρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διπλιάζω — κάνω δίπλες, τσακίζω στα δύο, δημιουργώ πτυχές: Διπλιάζω το χαρτί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδίπλιαστος — η, ο [διπλιάζω] 1. αυτός που δεν έχει δίπλες, πτυχές, ο απτύχωτος 2. αδιπλασίαστος, μονός … Dictionary of Greek
δίπλιασμα — το [διπλιάζω] 1. διπλασιασμός 2. δίπλωμα, τσάκισμα … Dictionary of Greek
διπλάζω — και διπλιάζω (AM διπλάζω) διπλασιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος συντετμημένος τ. τού διπλασιάζω*] … Dictionary of Greek